κουτσός

κουτσός
-ή, -ό (Μ κουτσός και κοτσός, -ή, -όν)
(για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός
νεοελλ.
1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια
2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό
είδος παιχνιδιού που παίζεται με το ένα πόδι
3. φρ. α) «κουτσοί στραβοί στον άι Παντελεήμονα» — λέγεται για συγκέντρωση κάθε λογής ατόμων σε έναν τόπο για έναν ορισμένο σκοπό
β) «Ο κουτσός με τό 'να πόδι δίνει μια και πάει στην Πόλη» — οι θεωρούμενοι ανίκανοι μπορούν να κατορθώσουν σπουδαία πράγματα
γ) «και η κουτσή Μαρία» — και ο πιο αδαής ή απαίδευτος άνθρωπος.
επίρρ...
κουτσά
1. με βάδισμα κουτσού
2. φρ. α) «κουτσά στραβά» — άλλοτε καλά και άλλοτε άσχημα, έτσι κι έτσι, όχι και πολύ καλά
β) «κουτσά, στραβά κι ανάποδα» — όλα πάνε άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. κουτσός, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, σχηματίστηκε από σύνθ. με α' συνθετικό κοψο- < κόπτω (πρβλ. κοψο-μύτης, κοψο-πόδης), με τροπή τού -ο- σε -ου- (κώφωση) και ανομοιωτική τροπή τού -ψ- σε -τσ-, που εμφανίστηκε αρχικά σε σύνθ. στα οποία ακολουθούσε χειλικό, όπως κοψο-μύτης, κοψο-πόδης. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κουτσός σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από το επίθ. κουτσοπόδης, κατά το σχήμα αψύς < αψίθυμος, κοντός < κοντόμυαλος, λαμβάνοντας αυτούσια τη σημ. τού συνθέτου. Η άποψη, τέλος, σύμφωνα με την οποία το επίθ. κουτσός προέρχεται από το αρχ. ρ. κόσσω / κόττω «πλήττω, χτυπώ» μέσω ενός αμάρτυρου *κοττός δεν φαίνεται πολύ πειστική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουτσός — ή, ό επίρρ. ά 1. κουτσοπόδης, κουτσός: Είναι κουτσός από τον ανταρτοπόλεμο. 2. το ουδ. κουτσό, ως ουσ. σημαίνει είδος παιχνιδιού. 3. η παροιμία «ο κουτσός με το να πόδι δίνει μια και πάει στην πόλη» δηλώνει ότι συχνά αυτοί που θεωρούνται ανίκανοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσοπόδης, -α, -ικο — κουτσός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούτσαβλος — και κούτσαυλος, ο, θηλ. κουτσάβλα και κουτσαύλα (σκωπτ.) πολύ κουτσός, ανάπηρος στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψ αυλος (για την τροπή τού κοψ σε κουτό βλ. κουτσός) + αυλός «κνήμη»] …   Dictionary of Greek

  • χωλώ — (I) άω, Α [χωλός] είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός. (II) έω, Μ [χωλός] χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.). (III) όω, ΜΑ [χωλός] (μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, όομαι είμαι χωλός, κουτσός αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • куцый — укр. куций, блр. куцы – то же, куцан черт , польск. kuс бесхвостое животное (сюда не относится болг. куц хромой , заимств. из нов. греч. κουτσός – то же, ср. Г. Майер (Ngr. Stud. 2, 97 и сл.), вопреки Бернекеру (1, 636). Возм., экспрессивный… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Alexis Panselinos — Infobox Writer imagesize = 150px name = Alexis Panselinos caption = pseudonym = birth date = 1943 birth place = Athens, Greece death date = death place = occupation = novelist nationality = Greek period = 1982 ndash; genre = subject = movement =… …   Wikipedia

  • Κουτσόβλαχος — ο, θηλ. Κουτσοβλάχα στον πληθ. οι Κουτσόβλαχοι λατινόφωνοι κάτοικοι με ελληνική συνείδηση χωριών τής Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Βόρειας Ηπείρου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • Παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα …   Dictionary of Greek

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • αμφιγυήεις — ἀμφιγυήεις, ο (Α) (ως επίθ. τού Ηφαίστου) αυτός που και από τα δυο του πόδια είναι χωλός, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίγυος + ομηρ. κατάλ. ήεις. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε για μετρικούς λόγους στην Ιλιάδα ως επίθ. τού Ηφαίστου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”